- κεραμέα
- κεραμέᾱ , κεράμεοςof clayfem nom/voc/acc dualκεραμέᾱ , κεράμεοςof clayfem nom/voc sg (attic doric aeolic)κεραμέᾱ , κεραμεύςpottermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραμεᾶ — κεραμεᾶ̱ , κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc pl (attic) κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc pl (attic) κεραμεοῦς of clay fem nom/voc/acc dual (attic) κεραμεᾶ̱ , κεραμεοῦς of clay fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεᾷ — κεραμεᾷ̱ , κεραμεοῦς of clay fem dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραμέα — Κεραμέᾱ , Κεραμεῖς potter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέᾳ — κεραμέᾱͅ , κεράμεος of clay fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμεα — κεράμεος of clay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέας — κεραμέᾱς , κεράμεος of clay fem acc pl κεραμέᾱς , κεράμεος of clay fem gen sg (attic doric aeolic) κεραμέᾱς , κεραμεύς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέαι — κεραμέᾱͅ , κεράμεος of clay fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέαν — κεραμέᾱν , κεράμεος of clay fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραμέας — Κεραμέᾱς , Κεραμεῖς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτικός — ή, ό (ΑΜ κεραμευτικός, ή, όν) [κεραμευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού κεραμέα, η κεραμική 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά πήλινα είδη,… … Dictionary of Greek